συνίστωρ

συνίστωρ
συνίστωρ
knowing along with
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνίστωρ — ορος, ὁ, ΜΑ [ἵστωρ] 1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.) 2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ.… …   Dictionary of Greek

  • ξυνίστωρ — συνίστωρ , συνίστωρ knowing along with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιστόρων — συνίστωρ knowing along with masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίστορα — συνίστωρ knowing along with masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίστορας — συνίστωρ knowing along with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίστορες — συνίστωρ knowing along with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίστορσι — συνίστωρ knowing along with masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνίστορσιν — συνίστωρ knowing along with masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστωρ — Α (αμφβλ.) συνίστωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνίστωρ, με συγκοπή τού ι και εν συνεχεία με αποβολή τού ν προ τού σ ] …   Dictionary of Greek

  • ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”